οικειοτης

οικειοτης
    οἰκειότης
    ион. οἰκηϊότης -ητος ἥ
    1) родственные связи, родство Her., Thuc., Plat. etc.
    2) дружба, близость
    

(φιλία τε καὴ οἰ. καὴ ἔρως Plat.)

    3) супружество Lys., Isocr.
    4) особенность, своеобразие
    

τὰ μὲν μεταφοραῖς, τὰ δ΄ οἰκειότησιν ἄλλαις Plut. — отчасти метафорически, отчасти с помощью других приемов


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "οικειοτης" в других словарях:

  • οἰκειότης — a being fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειοτήτων — οἰκειότης a being fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειότησι — οἰκειότης a being fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειότησιν — οἰκειότης a being fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειότητα — οἰκειότης a being fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειότητας — οἰκειότης a being fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειότητες — οἰκειότης a being fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειότητι — οἰκειότης a being fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειότητος — οἰκειότης a being fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκηιότητα — οἰκειότης a being fem acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειότητ' — οἰκειότητα , οἰκειότης a being fem acc sg οἰκειότητι , οἰκειότης a being fem dat sg οἰκειότητε , οἰκειότης a being fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»